- λοξός
- -ή, -ό (AM λοξός, -ή, -όν)1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ.γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.)2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός («λοξὸν ὀφθαλμοῑς ὁρᾱν», Σόλ.)β) πονηρός, κρυφός («μού έριχνε συνέχεια λοξές ματιές»)γ) άγριος, απειλητικόςνεοελλ.(για πρόσ.) αυτός που έχει λόξες, στρυφνός, ανισόρροποςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ λοξόναμφισημίααρχ.1. δύσπιστος, ύποπτος2. (για λόγο, χρησμό κ.λπ.) αμφίβολος, ασαφής («λοξὰ καὶ ἐπαμφοτερίζοντα πρὸς ἑκάτερον τῆς ἐρωτήσεως ἀποκρινόμενος», Λυκόφρ.)επίρρ...λοξώς και -ά (AM λοξῶς, Μ και λοξά)με λοξό τρόπο, πλαγίωςνεοελλ.-μσν.στραβά, λανθασμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *(ē)l-ēq- της ΙΕ ρίζας *el- / *elēi- / *lēi «κάμπτω» και συνδέεται με ορισμένα ονόματα που δηλώνουν κεκαμμένα μέρη τού σώματος, όπως είναι ο αγκώνας (λιθουαν. alkune, αρχ. σλαβ. lakuti, ρωσ. lokotĭ), καθώς και με το λέχριος «κεκλιμένος». Το επίθημα -σος απαντά σε πολλά επίθ., όπως στα καμψός, ρυσός.ΠΑΡ. (λοξεύω, λοξότης, λοξώαρχ.Λοξίας, λοξικός, λοξίν, λόξις, Λοξώ, λοξώδηςνεοελλ.λόξας.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λοξοειδήςαρχ.λοξόβαμος, λοξοβάμων, λοξοβάτης, λοξοβλεπτώ, λοξοκέλευθος, λοξοπεριπάτητος, λοξοπολώ, λοξόπορος, λοξοπορώ, λοξοτρόχιςαρχ.-μσν.λοξόφθαλμοςμσν.λοξοδρόμος, λοξοεργώ, λοξοκίνητος, λοξονοώνεοελλ.λοξοβάλλω, λοξοβλέπω, λοξοδρομώ, λοξοδρομία, λοξοδρομικός, λοξόδρομος, λοξοδρομώ, λοξοκοιτάζω, λοξοτέμνω, λοξότμηση, λοξότμητος, λοξοτομία, λοξοτομώ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφίλοξος, αντίλοξος, ορθόλοξος, υπόλοξος].
Dictionary of Greek. 2013.